παραβεβλημένως

παραβεβλημένως
Α
επίρρ.
1. απερίσκεπτα, ανόητα
2. πλαγίως, ειρωνικά
3. σε παραβολές
4. παράλληλα
5. (κατά τον Ησύχ.) «ἀπαιτητικῶς
παραλογιστικῶς
ἐξ ἀντιβολῆς παραβάλλοντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραβεβλημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού παραβάλλω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραβεβλημένως — παραβάλλω throw beside perf part mp masc acc pl (epic doric) παραβεβλημένως recklessly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”